αεροναυαγοσωστικό — το (Αεροπ.) κατάλληλα εξοπλισμένο αεροσκάφος που χρησιμοποιείται: 1) για να επισημάνει ναυαγούς και να ειδοποιήσει τα αρμόδια συνεργεία για την παραλαβή τους και 2) για να τούς εφοδιάσει με τα απαιτούμενα μέσα διασώσεως (βάρκες, σωσίβια κ.λπ.) ή… … Dictionary of Greek
αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… … Dictionary of Greek
γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… … Dictionary of Greek
θυννοσκόπος — θυννοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τόν(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek
λέως — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Αττικής και από αυτόν πήρε την ονομασία της η Λεωντίς φυλή μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φώτιου και της Σούδας, ήταν γιος του Ορφέα και είχε τρεις κόρες, τη Φασιθέα… … Dictionary of Greek
λεώς — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Αττικής και από αυτόν πήρε την ονομασία της η Λεωντίς φυλή μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φώτιου και της Σούδας, ήταν γιος του Ορφέα και είχε τρεις κόρες, τη Φασιθέα… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
μυκόνιος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από τη Νάξο. 1. Νικόλαος (1803 1890). Αρχικά κατατάχθηκε στο ναυτικό και πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στη θάλασσα κάτω από τις διαταγές του Α. Μιαούλη και του Νικόδημου. Το 1825 εντάχθηκε στον τακτικό στρατό και … Dictionary of Greek
οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek